This post has already been read 106 times!
Μην κατακρίνεις ακόμα κι αν βλέπεις
Να προσέχεις την κατάκριση, μου λέει μια άλλη μέρα ο Γέροντας, και μου είπε το εξής περιστατικό για να αποφεύγω κάθε συζήτηση γι’ αυτή, όσο δίκαιο και αν νομίζω πως έχω.
“Είχε πάει μια μέρα μια γυναίκα σε ένα παπά για να εξομολογηθεί. Ήταν από κάποιο χωριό που φορούν και μεσοφόρια. Τα ξέρεις; Τα ξέρω, του λέω.
Λοιπόν, αφού εξομολογήθηκε, σηκώθηκε να φύγει.
Όμως δεν έκανε πέρα, αν δεν του άφηνε κάτι για να τον ευχαριστήσει και επειδή έτσι αισθανόταν καλύτερα. Προσπάθησε λοιπόν να σηκώσει το πάνω φόρεμα για να βγάλει από το μεσοφόρεμα κάτι χρήματα που είχε, αλλά μαζί με το πανωφόρεμα πιάνει και το μεσοφόρεμα μαζί κατά λάθος, το σηκώνει ψηλά, και της φανήκαν τα πόδια της. Τη στιγμή αυτή μπήκε κάποιος μέσα και είδε αυτή τη στιγμή τη στάση της γυναίκας και πήγε και κατήγγειλε τον παπά για άσεμνες στάσεις και τον τιμώρησαν μάλιστα με τρεις μήνες αργία.
Σε όλο αυτό το διάστημα τής αργίας του ο παπάς αυτός ευχαριστούσε και δοξολογούσε τον Θεό γι’ αυτή τη δοκιμασία που του έδωσε. Το χάρηκε πάρα πολύ.
Είδες όμως τι έπαθε ο αδελφός μας, παιδί μου;
Ενώ είδε κάτι το άσεμνο και κατέκρινε τον παπά, δεν ήταν έτσι όπως του το παρουσίασε ο πονηρός. Γι’ αυτό σου λέω, πρόσεχε πολύ, πρόσεχε.”.
Ναι, Παππούλη μου, του είπα, θα προσέχω.
[Α. Σ. Τζαβάρα, Αναμνήσεις από τον Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 2001, 110π.]
Δεν είναι όλοι παλιάνθρωποι, που κάνουν εγκλήματα
Ακόμη κι αν είναι αναίσθητος, αν θέλετε, που ελάχιστοι είναι οι πωρωμένοι και οι αναίσθητοι. Οι άλλοι βρίσκονται σε μια δύσκολη ώρα, ατείχιστοι και τους αρπάζει το κακό και τους βάζει και κάνουν τα μύρια όσα.
Έτσι έλεγε ο Γέροντας Πορφύριος:
– Δεν είναι, βρε, όλοι φονιάδες, ούτε όλοι παλιάνθρωποι που κάνουν εγκλήματα, αλλά είναι ατείχιστοι, δεν αγωνίζονται, δεν εξομολογούνται, δεν μεταλαμβάνουν, δεν προσεύχονται, δεν προσπαθούν. Κι είναι καλές ψυχές, αλλά μένουν έτσι, ξέφραγα αμπέλια, όπως λέει η λαϊκή έκφραση. Και τους πιάνει και τους σηκώνει το κακό. Και τους βάνει να κάνουνε φόνο και να κάνουν τόσα και μετά, μετα από λίγο μετανοιώνουνε, στενοχωριούνται, υποφέρουνε, νιώθουν σαν νά ‘ναι στην κόλαση.
Δε θέλω να δικαιολογήσω κανένα έγκλημα, αλλά ο εγκληματίας και ο αμαρτωλός δεν παύει να είναι άνθρωπος και εκείνος πληγωμένος, όπως περισσότερο πληγωμένα είναι τα θηρία, βέβαια, και οι συγγενείς τών θυμάτων”.
[Αρχ. Ανανίου Κουστένη, Λόγοι Α’, σελ. 51]
Να μην κατακρίνουμε, διότι ο Θεός θα επιτρέψει να πέσουμε κι εμείς στις ίδιες αμαρτίες
Ο Γέροντας συμβούλευε να μην κατακρίνουμε τους άλλους για τις αμαρτίες τους, διότι ο Θεός θα επιτρέψει να πέσουμε κι εμείς στις ίδιες αμαρτίες. Μου έλεγε: “Έτσι, μια νοικοκυρά σ’ ένα χωριό, την ώρα που άναβε φωτιά στο φούρνο της για να ψήσει ψωμί, ευχήθηκε να μπορούσε να σουβλίσει και να κάψει ζωντανή στο φούρνο της μια κοπέλα από γειτονικό χωριό, που έμεινε έγκυος με κάποιο άγνωστο. Σε λίγα χρόνια, όταν ο άνδρας της ξενιτεύτηκε, έμεινε κι εκείνη έγκυος με κάποιον συγχωριανό της.” Και κατέληξε: “Γι’ αυτό ο Θεός μάς συμβουλεύει να μην καταρώμεθα κανένα, ούτε τον εχθρό μας και να ευλογούμε όλους, ακόμη και τους εχθρούς μας.”.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 332π.]
Με την κατάκριση σπρώχνουμε τον αδελφό μας ακόμα πιο χαμηλά
Αμφέβαλα αν είχα κρατήσει σωστή στάση σε ένα περιστατικό και του το ανέφερα. Του είπα:
– Γέροντα, μια Κυριακή πρωί, μετά τη Θεία Λειτουργία, βρισκόμουν προσκεκλημένος σε σπίτι πνευματικού αδελφού. Είχαν στήσει ψησταριά στην αυλή και έψηναν κρέας. Κάποια στιγμή, ανέλαβα κι εγώ να βοηθήσω κι ενώ τακτοποιούσα τα αναμμένα κάρβουνα, ο γιος τους, μαθητής Λυκείου, που εκείνη την ώρα πότιζε λουλούδια, έστρεψε το λάστιχο πάνω στη φωτιά. Δεν ξέρω γιατί το έκανε: Από λάθος, από φιλοπαίγμονα διάθεση, από επίδειξη προκλητικής επαναστατικότητας; Άγνωστο. Πάντως πετάχτηκαν στάχτες και νερά επάνω στο κοστούμι μου. Μετά την πρώτη έκπληξή μου, αποφάσισα να μη δώσω διαστάσεις στο περιστατικό, καθάρισα πρόχειρα τα ρούχα μου και χωρίς να μιλήσω, σαν να μη συνέβη τίποτε, ξανάρχισα να τακτοποιώ τη φωτιά, ενώ οι γονείς επέπληταν τον γιό τους. Δεν ξέρω, αν ενήργησα σωστά, σιωπαίνοντας ή κι εγώ έπρεπε να μαλώσω το παιδί.
Ο Γέροντας μου απάντησε:
– Πολύ σωστά έπραξες. Όταν ο αδελφός μας σφάλει, εμείς πρέπει να βαστάξουμε τον πειρασμό του. Η αληθινή αγάπη μάς εμπνέει να κάνουμε θυσίες χάριν του πλησίον. Όπως ο Χριστός όταν τον σταύρωναν, παρακαλούσε τον Ουράνιο Πατέρα Του να συγχωρήσει τους σταυρωτές Του, διότι δεν ήξεραν τι κάνουν. Χωρίς θυσία, με την κατάκρισή μας, σπρώχνουμε τον αδελφό μας, που αμάρτησε, να πέσει πιο χαμηλά, ενώ με τη σιωπηλή θυσία τής αγάπης μας και τη μυστική προσευχή μας για εκείνον, ξυπνάμε τη συνείδησή του, που σηκώνεται και τον κατηγορεί κι έτσι μετανοεί και διορθώνεται. Με τη σιωπή σου βοήθησες το παιδί.
Θαύμασα, για μία ακόμη φορά, τη διακριτικότητα τής αγάπης τού Γέροντα.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 332π.]
Να μη καταδικάζουμε το κακό αλλά, να το διορθώνουμε
Ο Γέροντας αποδεικνυόταν ανατόμος και θεραπευτής τόσο της ανθρώπινης ψυχής, όσο και των ανθρώπινων ψυχικών σχέσεων.
Μου έλεγε σχετικά:
– Ο σκοπός μας δεν είναι να καταδικάζουμε το κακό αλλά, να το διορθώνουμε. Με την καταδίκη ο άνθρωπος μπορεί να χαθεί· με την κατανόηση και τη βοήθεια θα σωθεί. Τον αμαρτωλό πρέπει να τον αντικρίζουμε με αγάπη και με σεβασμό στην ελευθερία του. Όταν ένα οικογενειακό μας πρόσωπο ρίχνει ένα βάζο από το τραπέζι και το σπάει, συνήθως οργιζόμαστε. Αν εκείνη τη στιγμή, την κρίσιμή, με μιακίνηση ψυχικής ανύψωσής μας, δείξουμε κατανόηση και δικαιολογήσουμε τη ζημία, κερδίσαμε και την ψυχή μας και την ψυχή τού αδελφού μας. Κι αυτή είναι όλη η πνευματική ζωή μας: μία κίνηση ανύψωσής μας, μέσα στις δοκιμασίες τών θλίψεων, από την αγανάκτηση τού εγωισμού στην κατανόηση τής αγάπης.
[Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο, Αθήναι 1995, σελ. 37π.]