This post has already been read 214 times!

Την περίοδο που ήταν βασιλιάς ο Λέοντας ο Μεγάλος (457-474 μ.Χ.), ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ο όσιος Ανδρέας, ο κατά Χριστόν σαλός. Μια νύχτα που γινότανε αγρυπνία στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, ο όσιος Ανδρέας μαζί με τον μαθητή του Επιφάνιο, που έγινε αργότερα πατριάρχης Κων/πόλεως (520-536 μ.Χ.), είδαν την Υπεραγία Θεοτόκο οφαλμοφανώς, να μπαίνει από την κεντρική πύλη του ναού.
Διαβάστε παρακάτω την περιγραφή αυτούσια από το βιβλίο ο Όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός, σελ 246
Κάποτε γινόταν ἀγρυπνία στο παρεκκλήσι τῆς Ἁγίας Σοροῦ, πού βρίσκεται στον Ναό τῶν Βλαχερνῶν. Ἐκεῖ βρέθηκε καί ὁ μακάριος Ἀνδρέας, κάνοντας τα συνηθισμένα, καθώς καί ὁ Ἐπιφάνιος μαζί μ’ ἕναν ὑπηρέτη τοῦ πατέρα του. Ὁ Ἑπιφάνιος, ὅταν πήγαινε σὲ ἀγρυπνίες, ἔμενε ὅση ὥρα μποροῦσε, ἄλλοτε μέχρι τα μεσάνυχτα καί ἄλλοτε μέχρι το πρωί.
Γύρω στην τέταρτη ὥρα τῆς νύχτας, βλέπει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τή Θεοτόκο Μαρία να περνάει ἀπὸ τις βασιλικές πύλες και να κατευθύνεται πρός το θυσιαστήριο. Ήταν μεγαλόπρεπη καί ἐπιβλητική. Την ἀκολουθοῦσε τιμητικά λαμπρή συνοδεία λευκοντυμένων ἁγίων.
Ἀνάμεσά τους ξεχώριζαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί ὁ Θεολόγος Ἰωάννης, που προχωροῦσαν δίπλα της, ὁ ἕνας στα δεξιά καί ὁ ἄλλος στ’ άριστερά της. Ἀπό τοὺς ὑπόλοιπους ἁγίους ἄλλοι πήγαι ναν μπροστά καί ἄλλοι πίσω, ψάλλοντας θεσπέσιους ὕμνους.
Ὅταν ἔφτασαν κοντά στον ἄμβωνα, ὁ ὅσιος εἶπε στόν Ἐπιφάνιο:
Βλέπεις, παιδί μου, την Κυρία καί Δέσποινα τοῦ κόσμου;
– Τή βλέπω, πατέρα μου, ἀποκρίθηκε ὁ νέος.
Ἡ Παναγία γονάτισε καί ἄρχισε νὰ προσεύχεται. Πολλή ὥρα ἱκέτευε μέ δάκρυα τον Υιό της γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὕστερα μπῆκε στο θυσιαστήριο καί προσευχήθηκε για τους πιστοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦσαν στον ναό της.
Σύμφωνα με το βυζαντινό σύστημα προσδιορισμοῦ τῆς ὥρας, ἡ τέταρτη ὥρα τῆς νύχτας ἀντιστοιχεί συμβατικά στις 10 μ.μ.
Βασιλικές (ἤ ἀργυρές ἢ μεγάλες ἢ ὡραῖες) λέγονταν οἱ τρεῖς μεσαίες πύλες τοῦ νάρθηκα, που ὁδηγοῦσαν στὸ ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ.
Ὅταν τελείωσε την προσευχή της, πῆρε με τα ἅγια χέρια της τήν ἀστραφτερή Ἐσθήτα της καί μέ μιά σεμνή κίνηση τὴν ἄπλωσε σαν σκέπη πάνω στο ἐκκλησίασμα.
Ἔτσι ἁπλωμένη τὴν ἔβλεπαν ὁ ὅσιος Ἀνδρέας καί ὁ Ἐπιφάνιος νὰ αἰωρεῖται για πολλή ὥρα καὶ ν᾿ ἀκτινοβολεῖ τή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ὅσο βρισκόταν ἐκεῖ ἡ Κυρία Θεοτόκος, φαινόταν καί ἡ ἱερή Εσθήτα να σκορπίζει τη χάρη της. Ὅταν, ὅμως, έκείνη ἄρχισε ν᾿ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό μαζί μέ τή συνοδεία της, ἄρχισε καί ἡ Ἐσθήτα να μαζεύεται λίγο λίγο και να χάνεται.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν Ἁγία Σκέπη τῆς Θεοτόκου, τιμῶντας τὴν θεία προστασία τῆς Παναγίας ἐπὶ τοῦ κόσμου. Διὰ τῶν προσευχῶν, τῶν δεήσεων καὶ τῶν δακρύων της, ἡ Παναγία σκέπει, φρουρεῖ καὶ φωτίζει τοὺς πιστοὺς εἰς τὴν πνευματικὴν τελείωσιν.
