This post has already been read 61 times!
Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον, καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, σὲ μεγαλύνομεν.
Τὴν ὑψηλοτέραν τῶν οὐρανῶν, καὶ καθαρωτέραν λαμπηδόνων ἡλιακῶν, τὴν λυτρωσαμένην ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας, τὴν Δέσποιναν τοῦ κόσμου, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή, πρὸς σὲ καταφεύγω τὴν Κεχαριτωμένην, ἐλπὶς ἀπηλπισμένων, σύ μοι βοήθησον.
Δέσποινα καὶ μήτηρ τοῦ Λυτρωτοῦ, δέξαι παρακλήσεις, ἀναξίων σῶν ἱκετῶν, ἵνα μεσιτεύσῃς πρὸς τὸν ἐκ σοῦ τεχθέντα. Ὦ Δέσποινα, τοῦ κόσμου γενοῦ μεσίτρια.
Ψάλλομεν προθύμως σοι τὴν ᾠδήν, νῦν τῇ πανυμνήτῳ, Θεοτόκῳ χαρμονικῶς, μετὰ τοῦ Προδρόμου, καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, δυσώπει, Θεοτόκε, τοῦ οἰκτειρῆσαι ἡμᾶς.
Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μὴ προσκυνούντων, τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, τὴν ἱστορηθεῖσαν, ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου, Λουκᾶ ἱερωτάτου, τὴν Ὁδηγήτριαν.
Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.
Μέσα στο κατακαλόκαιρο στους ναούς των πόλεων, των χωριών και των παραθεριστικών οικισμών, ψάλλονται οι Παρακλήσεις. Το εκκλησίασμα ξέρει την Παράκληση, ιδίως τη Μικρή, απέξω και συμψάλλει, με έκδηλη ψυχική μετοχή. Οι Παρακλήσεις είναι πράγματι οι ακολουθίες στις οποίες, περισσότερο από τις άλλες, το εκκλησίασμα μετέχει συνειδητά με την ψυχή και το σώμα (πολλές μετάνοιες). Ο καθένας έχει το λόγο του.
Οι Παρακλήσεις μιλάνε για ένα μόνο πράγμα: για την αρρώστια και τον πόνο, για τη σωματική ανημποριά, για το άλγος της ψυχής και την απόγνωση του ανθρώπου που είναι βαριά άρρωστος. Και για τη λαχτάρα της γιατρειάς. Όλα τα τροπάρια σφυροκοπάνε το ίδιο θέμα, ξανά και ξανά.
Ο άνθρωπος που προσεύχεται στο κείμενο των Παρακλητικών Κανόνων βασανίζεται, πάσχει, κατάκειται, έχει συμφορές και νέφη που σκεπάζουν την ψυχή του.
Είναι ο άνθρωπος που δεν αντέχει άλλο την ταλαιπωρία της αρρώστιας, που αισθάνεται μόνος και αβοήθητος, ταπεινωμένος, που απελπίζεται, που νιώθει πως σβήνει. Και την ίδια ακριβώς ή την άλλη στιγμή ελπίζει ότι θα γίνει καλά, ότι θα ξαναείναι γερός. Ικετεύει, παρακαλάει να ξαναβρεί την υγειά του, να λυτρωθεί από τους πόνους, να ζήσει ευφρόσυνα. Ευγνωμονεί και ευχαριστεί όταν ανακουφίζεται από τους πόνους. Ο άνθρωπος που προσεύχεται σήμερα στους ναούς ψάλλοντας το κείμενο αυτό, αιώνες μετά, είναι ο ίδιος ακριβώς άνθρωπος με εκείνον που το έγραψε.
Ιδού η ανθρωπολογία των Παρακλητικών Κανόνων: ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα που φοβάται και που ελπίζει. Φοβάται τον πόνο, την αρρώστια, το θάνατο και ελπίζει να ζει, να είναι καλά, να έχει το μερίδιο που του αναλογεί στη χαρά.
Την ελπίδα στους Παρακλητικούς Κανόνες την ενσαρκώνει ο αποδέκτης των προσευχών, η Παναγία. Η Παναγία στην οποία απευθύνονται όλα τούτα τα θερμά παρακάλια, είναι αυτή που γέννησε τον «θελητήν του ελέους», δηλαδή όχι απλώς αυτόν ακριβώς που θέλει και χαίρεται να ελεεί.